γερμανικές γλώσσες

γερμανικές γλώσσες
Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική δεν είναι κατά συνέπεια ιστορική γλώσσα, αλλά –όπως και η ινδοευρωπαϊκή– μία ανασυγκρότηση για μελέτη, ένα σύστημα συμφωνιών. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της γλώσσας είναι καταρχάς η πρώτη εναλλαγή των συμφώνων ή ο πρώτος νόμος του Γκριμ, σύμφωνα με τον οποίο τα πάθη των συμφώνων της ινδοευρωπαϊκής εμφανίζονται στη γερμανική εντελώς διαφοροποιημένα: α) τα ινδοευρωπαϊκά για παράδειγμα άφωνα κλειστά P, T, K τρέπονται στη γερμανική σε άφωνα προστριβή f, th, h ινδοευρωπαϊκό ΚΑΡ-, λατινικό capio, γοτθικό hafjan. Ο νόμος του Βέρνερ δίνει διαφορετική μεταβολή των κλειστών ινδοευρωπαϊκών συμφώνων: αν η συλλαβή που προηγείται των Ρ, Τ, Κ δεν φέρει τον πρωτεύοντα ινδοευρωπαϊκό τόνο, που μπορεί αδιάφορα να πέσει σε οποιαδήποτε συλλαβή, τα f, th, h τρέπονται σε ηχηρά προστριβή και, συνεπώς, σε ηχηρά κλειστά b, d, g (π.χ. στο αρχαίο ινδικό bhratar αντιστοιχεί κανονικά το γοτθικό brothar, ενώ στο αρχαίο ινδικό pitar αντιστοιχεί το γοτθικό fadar) β) τα ινδοευρωπαϊκά ηχηρά κλειστά Β, D, G τρέπονται στα άφωνα p, t, k στη γερμανική (π.χ. ινδοευρωπαϊκό SED-, λατινικό sedeo, γοτθικό sitan), γ) τα ινδοευρωπαϊκά ηχηρά δασέα BH, DH, GH τρέπονται σε απλά ηχηρά (π.χ. ινδοευρωπαϊκό Bhrater, λατινικό frater, γοτθικό brothar). Επίσης, άλλα χαρακτηριστικά της κοινής γερμανικής είναι η συστολή του εκπνευστικού τόνου στη ριζική συλλαβή, ο πτωτικός συγκρητισμός: οι οκτώ πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής περιορίζονται σε τέσσερις, η ισχυρή και ασθενής κλίση του επιθέτου, ο περιορισμός των εγκλίσεων (αντίθεση οριστικής και υποτακτικής) και των χρόνων του ρήματος (αντίθεση ενεστώτα και παρωχημένου, ο μέλλων είναι περιφραστικός), και τέλος η ισχυρή και ασθενής κλίση του ρήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… …   Dictionary of Greek

  • Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”